- ἐτεόκριθος
- ἐτεόκρῑθος (sc. κριθή), ἡ,A genuine, good barley, Thphr.CP3.22.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ετεόκριθος — ἐτεόκριθος, ἡ (Α) το γνήσιο, το καθαρό κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + κριθος < κριθή (πρβλ. εύ κριθος)] … Dictionary of Greek
ἐτεόκριθος — genuine fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek